- ἱεροσκόπου
- ἱεροσκόποςinspecting victimsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… … Dictionary of Greek